- διστακτικότητα
- ηη ιδιότητα του διστακτικού, η αναποφασιστικότητα: Η διστακτικότητά του εμπόδισε την εξέλιξη της καριέρας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διστακτικότητα — η επιφυλακτικότητα, αμφιταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διστακτικός. Η λ. διστακτικότης μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως … Dictionary of Greek
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
αμφιταλάντευση — η [αμφιταλαντεύομαι] αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα, αμφιβολία … Dictionary of Greek
αναποφασιστικότητα — η το να μην παίρνει κανείς οριστική απόφαση για κάτι, διστακτικότητα, αμφιταλάντευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποφασιστικότητα. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον εκδότη Αθανάσιο Παπαλεξανδρή] … Dictionary of Greek
αοριστία — η (Α ἀοριστία) το να είναι κάτι αόριστο, ακαθόριστο, η ασάφεια, η αβεβαιότητα νεοελλ. ασαφής λόγος, αοριστολογία αρχ. 1. το να είναι κάτι απεριόριστο 2. αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα 3. στον πληθ. ανωμαλίες, φαινόμενα χωρίς κανονικότητα,… … Dictionary of Greek
δίψυχος — η, ο 1. διστακτικός 2. το ουδ. ως ουσ. το δίψυχο η διστακτικότητα … Dictionary of Greek
εφεκτικότητα — η επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, αμφιταλάντευση, το αναποφάσιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφεκτικός. Η λ. στον λόγιο τ. εφεκτικότης μαρτυρείται από το 1852 στον Πέτρο Καλλιβούρση] … Dictionary of Greek
κύμανση — η (Α κύμανσις, εως) [κυμαίνω] η κίνηση τών κυμάτων, κυματισμός, παλμική δόνηση, ταλάντευση, κυματοειδής κίνηση νεοελλ. μτφ. 1. αυξομείωση, διακύμανση ή αστάθεια 2. αμφιταλάντευση, δισταγμός, διστακτικότητα 3. φυσ. η μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους … Dictionary of Greek
ντροπή — η 1. συναίσθημα ενοχής ή ταπείνωσης λόγω μεμπτής πράξης, δικής μας ή άλλων («νιώθω ντροπή μετά από όσα τού είπα») 2. συστολή, διστακτικότητα που οφείλεται σε σεβασμό ή φόβο («νιώθω ντροπή όταν τόν βλέπω») 3. αίσχος, όνειδος (α. «πιες γλυκό κρασί… … Dictionary of Greek